διώρισαν

διώρισαν
διά-ὁρίζω
divide
aor ind act 3rd pl
διά-ὡρίζω
aor ind act 3rd pl
διά-ὡρίζω
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
διά-ὠρίζω
aor ind act 3rd pl
διά-ὠρίζω
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διορίζω — (AM διορίζω Α και ιων. τ. διουρίζω) [ορίζω] 1. χαράζω τα όρια, διαχωρίζω 2. καθορίζω, διατάζω, συμβουλεύω νεοελλ. εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση, τού αναθέτω επίσημα μια υπηρεσία αρχ. μσν. ορίζω, προστάζω αρχ. 1. ορίζω λογικά, δίνω ορισμό 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”